ακαλωσόριστος

ακαλωσόριστος
-η, -ο
αυτός που δεν τον καλωσόρισαν, δεν τον υποδέχτηκαν: Πήγε στο χωριό, αλλά έμεινε σχεδόν ακαλωσόριστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαλωσόριστος — η, ο [καλωσόριστος] 1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή 2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”